- Μήστωρ
- Μήστωρ: a son of Priam, Il. 24.257†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του … Dictionary of Greek
Μήστωρ — adviser masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήστωρ — adviser masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήστωρ' — μήστωρα , μήστωρ adviser masc acc sg μήστωρι , μήστωρ adviser masc dat sg μήστωρε , μήστωρ adviser masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῆστορ — Μήστωρ adviser masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήστορα — Μήστωρ adviser masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήστορι — Μήστωρ adviser masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήστορος — Μήστωρ adviser masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήστωρα — μήστωρ adviser masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήστωρας — μήστωρ adviser masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήστωρε — μήστωρ adviser masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)